αναδέρκομαι

αναδέρκομαι
ἀναδέρκομαι (αποθ.) (Α)
1. βλέπω προς τα επάνω
2. (ο ενεργ. αόρ. β' στη φρ.) «ἀνέδρακεν ὀφθαλμοῑσιν», γι’αυτόν που συνέρχεται από λιποθυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα-* + δέρκομαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀναδέδορκεν — ἀναδέρκομαι look up perf ind act 3rd sg ἀναδέρκομαι look up plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνέδρακεν — ἀναδέρκομαι look up aor ind act 3rd sg ἀναδέρκομαι look up aor ind pass 3rd pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέρκομαι — και δερκιάομαι (Α) 1. βλέπω καθαρά 2. βλέπω, παρατηρώ κάποιον ή κάτι («...δερκομένοισι Τρῶας» ενώ παρατηρούσαν τους Τρώες) 3. διακρίνω, αισθάνομαι («κτύπον δέδορκα») 4. (για την Τύχη) προσβλέπω με εύνοια, ρίχνω ευνοϊκή ματιά 5. (για το φως)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”